ἰσοπτυχής

ἰσοπτυχής
ἰσο-πτῠχής, ές,
A with similar folds,

χιτώνιον IG22.1518.82

,84.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ισοπτυχής — ἰσοπτυχής, ές (Α) αυτός που έχει ίσες πτυχές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + πτυχής (< πτυχή), πρβλ. μαλακο πτυχής, περι πτυχής] …   Dictionary of Greek

  • διπτυχής — διπτυχής, ές (Α) δίπτυχος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < δι * + πτυχής < πτυχή (πρβλ. ισοπτυχής, καταπτυχής)] …   Dictionary of Greek

  • ισ(ο)- — (ΑΜ ἰσ[ο]) α συνθ. λέξεων τής Αρχαίας Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής με μεγάλη παραγωγικότητα που σημαίνει: α) ισότητα ή ομοιότητα προς αυτό που δηλώνει το β συνθ. (ἴσανδρος, ἰσάνθρωπος, ἰσαπόστολος) β) ισοδυναμία ή ισοτιμία τού α προς το β συνθ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”